- παραίτησιν
- παραίτησιςsupplicationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъречениѥ — ОТЪРЕЧЕНИ|Ѥ (30), ˫А с. 1.Решение, постановление; правило: аште обличени бѹдѹть етери. ли еп(с)пи. ли причьтьници… ли мыслѧще. ли ѹчаште… развраштена˫а несториѥва ѹчени˫а. ˫аже и написана быша. повиньни да бѹдѹть. отъречению ст҃го вьселѥньскааго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek